σιάρω

σιάρω
(λ. ιταλ.)
1. πλέω με την πρύμη μπροστά.
2. υποχωρώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιάρω — Ν 1. πλέω με την πρύμνη μπροστά, πλέω προς τα πίσω 2. αλλάζω την πορεία ενός πλεούμενου χρησιμοποιώντας τα κουπιά 3. (η προστ.) σία (ως ναυτικό παράγγελμα) βλ. σία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sciare] …   Dictionary of Greek

  • σία — Ν 1. ναυτ. παράγγελμα τής κωπηλασίας σε εκτέλεση τού οποίου οι κωπηλάτες λάμνουν κατ αντίθετη φορά, με σκοπό την ανακοπή τής πορείας τής λέμβου 2. φρ. «σία κι αράξαμε» (με ειρωνική και μτφ. σημ. και, κυρίως, όταν πρόκειται για έργα ή λόγια άστοχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”